κοστάδος

κοστάδος
κοστάδος, -η, -ον (Μ)
1. κοντινός, γειτονικός
2. φρ. «πάω κοστάδος» — πλέω κοντά στην ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. acostado, μτχ. τού ρ. acostar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”